ασημικά

ασημικά
τα собир, серебро (посуда, украшения)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ασημικά" в других словарях:

  • Κομοτηνή — Πόλη (υψόμ. 45 μ., 43.326 κάτ.) της κεντρικής Θράκης, πρωτεύουσα του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στις νότιες απολήξεις της οροσειράς Ροδόπης, σε απόσταση 795 χλμ. από την Αθήνα και 281 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου.… …   Dictionary of Greek

  • αργύρωμα — το (Α ἀργύρωμο) [αργυρώ] νεοελλ. 1. ασήμωμα, επαργύρωση 2. το λεπτό στρώμα ή η λεπτή πλάκα αργύρου κατόπιν αργύρωσης αρχ. συνήθως στον πληθ. ( ματα) τα αργυρά σκεύη, τα ασημικά …   Dictionary of Greek

  • αρχαιοπώλης — Έμπορος που ασχολείται με αγοραπωλησίες αρχαίων αντικειμένων κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων χειρογράφων και βιβλίων (κοινώς, αντικέρ). Το εμπόριο αρχαίων αντικειμένων δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, στη Ρώμη και… …   Dictionary of Greek

  • ασημοκλέπτης — ἀσημοκλέπτης, ο (Μ) αυτός που κλέβει ασημικά …   Dictionary of Greek

  • βιτρίνα — η 1. προθήκη καταστήματος με τζάμι ή κρύσταλλο 2. έπιπλο, θήκη για ασημικά, διακοσμητικά μικροτεχνήματα κ.λπ. με γυάλινα ή κρυστάλλινα θυρόφυλλα 3. φρ. «έργα βιτρίνας» έργα που γίνονται για επίδειξη και όχι για ουσιαστική ωφέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • μαλαματικά — τα κοσμήματα από χρυσό και ασήμι, χρυσαφικά και ασημικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλάματα + κατάλ. ικά] …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • Μέκκα — (Mecca / αραβ. Makkah). Πόλη (υψόμ. 277 μ., 965.697 κάτ. το 1992) της Σαουδικής Αραβίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (153.128 τ. χλμ., 4.467.670 κάτ.). Είναι χτισμένη σε μια άγονη κοιλάδα κοντά στην Ερυθρά θάλασσα, σε απόσταση 45 χλμ. από τη …   Dictionary of Greek

  • Μέτσοβο — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 1.160 μ., 3.195 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, κοντά στα όρια με τον νομό Τρικάλων, στις βόρειες πλαγιές της κορυφής Οξυές του όρους Κιτίου, 60 χλμ. ΒΑ των Ιωαννίνων. Το Μ. αποτελεί έδρα… …   Dictionary of Greek

  • Μπάφας, Γεώργιος ή Διαμάντης — (Καλαρρύτες 1784 – Ζάκυνθος 1853). Ασημουργός, ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της νεοελληνικής αργυροχοΐας. Γιος άλλου διάσημου χρυσικού, του Διαμάντη Μπάφα, έγινε γνωστός στην Επτάνησο (η οικογένεια του είχε καταφύγει στη Ζάκυνθο πριν από …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»